- ἀπιστοσύνη
- ἀπιστοσύνη, ἡ,A = ἀπιστία, E.Med.422 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απιστοσύνη — ἀπιστοσύνη, η (Α) απιστία … Dictionary of Greek
ἀπιστοσύνην — ἀπιστοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστοσύναν — ἀπιστοσύνᾱν , ἀπιστοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)